Ammettere στα ελληνικά
Μετάφραση: ammettere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδέχομαι, αποδέχομαι, παίρνω, αναγνωρίζω, δέχομαι, εισάγω, ομολογώ, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ammazzare στα ελληνικά - σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
- ammenda στα ελληνικά - φίνος, αίθριος, πρόστιμο, ψιλή, αποζημίωση, τροποποιεί, επανορθώσει, ...
- amministrare στα ελληνικά - εφαρμόζω, διοικώ, αντεπεξέρχομαι, χορηγώ, απονέμω, καταφέρνω, μεταχειρίζομαι, ...
- amministrativo στα ελληνικά - διαχειριστικός, διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής
Τυχαίες λέξεις
Ammettere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδέχομαι, αποδέχομαι, παίρνω, αναγνωρίζω, δέχομαι, εισάγω, ομολογώ, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ
Μεταφράσεις: παραδέχομαι, αποδέχομαι, παίρνω, αναγνωρίζω, δέχομαι, εισάγω, ομολογώ, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ