Asfissiare στα ελληνικά
Μετάφραση: asfissiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφυκτιώ, προκαλώ ασφυξία, πνίγω διά ασφυξίας, προκαλέσουν ασφυξία, να προκαλέσουν ασφυξία, ασφυξία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asfalto στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- asfissia στα ελληνικά - ασφυξία, ασφυξίας, ασφυξία με, πνιγμονής, ασφυξίας με
- asilo στα ελληνικά - καταφύγιο, άσυλο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
- asimmetrico στα ελληνικά - ασύμμετρος, ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
Τυχαίες λέξεις
Asfissiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφυκτιώ, προκαλώ ασφυξία, πνίγω διά ασφυξίας, προκαλέσουν ασφυξία, να προκαλέσουν ασφυξία, ασφυξία
Μεταφράσεις: ασφυκτιώ, προκαλώ ασφυξία, πνίγω διά ασφυξίας, προκαλέσουν ασφυξία, να προκαλέσουν ασφυξία, ασφυξία