Assennato στα ελληνικά

Μετάφραση: assennato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνετός, νουνεχής, λογικός, λογική, λογικό, λογικές, συνετή
Assennato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assegno στα ελληνικά - επιταγή, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
  • assemblea στα ελληνικά - εκκλησίασμα, σύγκληση, σύνοδος, αναμέτρηση, συνέλευση, συγκρότημα, συναρμολόγηση, ...
  • assenso στα ελληνικά - συγκατάθεση, σύμφωνη γνώμη, σύμφωνης γνώμης, τη σύμφωνη γνώμη, παροχή σύμφωνης γνώμης
  • assente στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
Τυχαίες λέξεις
Assennato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνετός, νουνεχής, λογικός, λογική, λογικό, λογικές, συνετή