Beneficio στα ελληνικά
Μετάφραση: beneficio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επωφελούμαι, προτέρημα, επίδομα, πλεονέκτημα, ωφέλεια, όφελος, οφέλους, παροχών, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benefattore στα ελληνικά - ευεργέτης, ευεργέτη, τον ευεργέτη, ευεργέτης της, δωρητής
- beneficenza στα ελληνικά - αγαθοεργία, ευεργεσίας, της ευεργεσίας, την ευεργετικότητα, ευεργετικότητας
- benefico στα ελληνικά - επωφελής, ωφέλιμος, ευεργετικός, αγαθόεργος, αγαθοεργοί, αγαθοεργή, αγαθοποιός
- beneplacito στα ελληνικά - παραιτούμαι, παρατάω, συγκατανεύω, φεύγω, συγκατάθεση, σύμφωνη γνώμη, σύμφωνης γνώμης, ...
Τυχαίες λέξεις
Beneficio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επωφελούμαι, προτέρημα, επίδομα, πλεονέκτημα, ωφέλεια, όφελος, οφέλους, παροχών, παροχή
Μεταφράσεις: επωφελούμαι, προτέρημα, επίδομα, πλεονέκτημα, ωφέλεια, όφελος, οφέλους, παροχών, παροχή