Ωφέλεια στα ιταλικά

Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
profitto, vantaggio, guadagno, profittare, utile, utilità, beneficio, utility, programma di utilità, di utilità, utilità di
Ωφέλεια στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφέλεια

κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας ιταλικά, ωφέλεια στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ωστόσο στα ιταλικά - ancora, tuttavia, nondimeno, nonostante, però, comunque, ma, ...
  • ωτακουστώ στα ιταλικά - origliare, udire, overhear, udire per caso
  • ωφέλιμος στα ιταλικά - benefico, utile, utili
  • ωφελώ στα ιταλικά - vantaggio, ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: profitto, vantaggio, guadagno, profittare, utile, utilità, beneficio, utility, programma di utilità, di utilità, utilità di