Campeggio στα ελληνικά

Μετάφραση: campeggio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
Campeggio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • campata στα ελληνικά - σπιθαμή, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
  • campeggiare στα ελληνικά - στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο
  • campestre στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτικής, αγροτικές, αγροτική, υπαίθρου
  • campionato στα ελληνικά - πρωτάθλημα, πρωταθλήματος, Championship, Τσάμπιονσιπ, του πρωταθλήματος
Τυχαίες λέξεις
Campeggio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ