Causa στα ελληνικά
Μετάφραση: causa, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, προκαλώ, βολεύω, αιτιολογία, εξυπηρετώ, υπόθεση, αιτία, αρμόζω, λόγος, περιστατικό, δίκη, βαλίτσα, κοστούμι, θήκη, προξενώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cattura στα ελληνικά - αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
- catturare στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, αιχμαλωσία, αρπάζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, ...
- causale στα ελληνικά - κίνητρο, αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
- causare στα ελληνικά - σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Causa στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, προκαλώ, βολεύω, αιτιολογία, εξυπηρετώ, υπόθεση, αιτία, αρμόζω, λόγος, περιστατικό, δίκη, βαλίτσα, κοστούμι, θήκη, προξενώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν
Μεταφράσεις: σκοπός, προκαλώ, βολεύω, αιτιολογία, εξυπηρετώ, υπόθεση, αιτία, αρμόζω, λόγος, περιστατικό, δίκη, βαλίτσα, κοστούμι, θήκη, προξενώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν