Περιστατικό στα ιταλικά
Μετάφραση: περιστατικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
episodio, causa, incidente, evento, avvenimento, cassa, caso, incidenti, dell'incidente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστατικό
περιστατικό συνώνυμο, περιστατικό συνώνυμα, περιστατικό στην πάρο, περιστατικό του ρόσγουελ, περιστατικό με την aegean air, περιστατικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιστατικό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- περιστέλλω στα ιταλικά - restringere, limitare, lesinare, stint, periodo di lavoro, stint di, parte di gara
- περιστέρι στα ιταλικά - colomba, piccione, dove, tortora, la colomba
- περιστεράκι στα ιταλικά - piccioncino, cuscino, piccione, schienale, squab
- περιστολή στα ιταλικά - ribasso, limitazione, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
Τυχαίες λέξεις
Περιστατικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: episodio, causa, incidente, evento, avvenimento, cassa, caso, incidenti, dell'incidente
Μεταφράσεις: episodio, causa, incidente, evento, avvenimento, cassa, caso, incidenti, dell'incidente