Commuovere στα ελληνικά
Μετάφραση: commuovere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κίνηση, σαλεύω, κινώ, μετακομίζω, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
Μεταφράσεις
- committente στα ελληνικά - πελάτης, αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
- commozione στα ελληνικά - σάλος, αναταραχή, συναίσθημα, συγκίνηση, το συναίσθημα, συναισθήματα, συναισθήματος
- commutare στα ελληνικά - μετουσιώνω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ανταλάσσω, μετακίνηση, μετατρέψει, ανταλάσσει, ...
- commutazione στα ελληνικά - μετατροπή, μεταγωγής, μετατροπής, εναλλαγής, μεταγωγή
Τυχαίες λέξεις
Commuovere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κίνηση, σαλεύω, κινώ, μετακομίζω, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
Μεταφράσεις: κίνηση, σαλεύω, κινώ, μετακομίζω, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται