Compatriota στα ελληνικά
Μετάφραση: compatriota, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπατριώτης, συμπατριώτη, τον συμπατριώτη, ο συμπατριώτης, συμπατριώτη του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- compatibile στα ελληνικά - συμβατός, συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβιβάζεται
- compatire στα ελληνικά - οίκτος, κρίμα, συμπαθώ, συμπάθεια, κατανοώ, συμπαθήσει, με συμπάθεια
- compattezza στα ελληνικά - συμπαγές, συμπαγούς, πυκνότητα, το συμπαγές, συμπαγής
- compatto στα ελληνικά - τεράστιος, δυνατός, συμπυκνωμένος, εδραίος, σταθερός, στερεός, εταιρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Compatriota στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπατριώτης, συμπατριώτη, τον συμπατριώτη, ο συμπατριώτης, συμπατριώτη του
Μεταφράσεις: συμπατριώτης, συμπατριώτη, τον συμπατριώτη, ο συμπατριώτης, συμπατριώτη του