Συμπατριώτης στα ιταλικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compatriota, contadino, connazionale, concittadino, conterraneo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, συμπατριώτης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα ιταλικά - collusione, la collusione, una collusione, collusioni, concertazione
- συμπαράσταση στα ιταλικά - puntello, puntellare, sostenere, aiuto, sostegno, caldeggiare, appoggiare, ...
- συμπερίληψη στα ιταλικά - inclusione, inserimento, l'inclusione, iscrizione, integrazione
- συμπεραίνομαι στα ιταλικά - finire, presumere, presume, presumono, presume la, supporre
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: compatriota, contadino, connazionale, concittadino, conterraneo
Μεταφράσεις: compatriota, contadino, connazionale, concittadino, conterraneo