Consuetudine στα ελληνικά

Μετάφραση: consuetudine, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, έθιμο, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Consuetudine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • consueto στα ελληνικά - κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • consuetudinario στα ελληνικά - consuetudinary
  • consulente στα ελληνικά - σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων
  • consultazione στα ελληνικά - διαβούλευση, διαβούλευσης, διαβουλεύσεις, διαβουλεύσεων, από διαβούλευση
Τυχαίες λέξεις
Consuetudine στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, έθιμο, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα