Corruccio στα ελληνικά
Μετάφραση: corruccio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανία, λυσσομανώ, φουντώνω, οργή
Μεταφράσεις
- corrodere στα ελληνικά - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
- corrosione στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
- corrugare στα ελληνικά - ρυτίδα, ρυτιδώνω, ζάρα, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, ...
- corruzione στα ελληνικά - μόσχευμα, μαύλισμα, εκμαυλισμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, μπολιάζω, λάδωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Corruccio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανία, λυσσομανώ, φουντώνω, οργή
Μεταφράσεις: μανία, λυσσομανώ, φουντώνω, οργή