Decidere στα ελληνικά

Μετάφραση: decidere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, δικάζω, επιδικάζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Decidere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • decenza στα ελληνικά - φρονιμάδα, ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια
  • decesso στα ελληνικά - θάνατος, θάνατο, θανάτου, το θάνατο, θάνατό
  • decimo στα ελληνικά - δέκατος, δέκατο, δέκατη, δέκατης, δέκατου
  • decisamente στα ελληνικά - οριστικά, σίγουρα, οπωσδήποτε, σαφώς, οριστική
Τυχαίες λέξεις
Decidere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, δικάζω, επιδικάζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν