Decreto στα ελληνικά
Μετάφραση: decreto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, παραγγελία, διάταγμα, προσταγή, παραγγέλλω, θεσπίζω, θέσπισμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- decorso στα ελληνικά - πλεύση, πιάτο, τρέχω, πορεία, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ...
- decretare στα ελληνικά - ορίζω, προβλέπω, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάσσω, διάταγμα, χειροτονώ, ...
- dedica στα ελληνικά - αφιέρωση, εγχάραξη, επιγραφή, προσήλωση, αφοσίωση, αφοσίωσή, την αφοσίωση
- dedicare στα ελληνικά - αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Τυχαίες λέξεις
Decreto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, παραγγελία, διάταγμα, προσταγή, παραγγέλλω, θεσπίζω, θέσπισμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: εντολή, παραγγελία, διάταγμα, προσταγή, παραγγέλλω, θεσπίζω, θέσπισμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που