Διάταγμα στα ιταλικά

Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decretare, decreto, D.Lgs, decreto di, di decreto, D.
Διάταγμα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάταγμα

διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, διάταγμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διάστημα στα ιταλικά - incanto, fascino, malia, periodo, intermezzo, epoca, spazio, ...
  • διάσωση στα ιταλικά - salvare, salvataggio, soccorso, di salvataggio, di soccorso, il salvataggio
  • διάταξη στα ιταλικά - configurazione, fornitura, disposizione, prestazione, disposizioni, norma
  • διάφορα στα ιταλικά - diverso, vario, differente, diversa, diversi, diverse
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: decretare, decreto, D.Lgs, decreto di, di decreto, D.