Disperato στα ελληνικά

Μετάφραση: disperato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
Disperato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dispensare στα ελληνικά - απονέμω, εφαρμόζω, διοικώ, χορηγώ, απαλλάξει, να απαλλάξει, διανομή, ...
  • disperare στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
  • disperazione στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
  • dispersione στα ελληνικά - διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα
Τυχαίες λέξεις
Disperato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη