Απελπισμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disperato, senza speranza, speranza, disperata, disperati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, απελπισμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα ιταλικά - deportare, espellere, scacciare, espulsione, allontanare, cacciare, di espellere
- απελευθερώνω στα ιταλικά - affrancare, liberare, liberarsi, liberare la, liberare il
- απενεργοποιώ στα ιταλικά - disabilitare, disattivare, disabilitare gli, disattivare la, eliminare
- απερίσκεπτος στα ιταλικά - impetuoso, sconsiderato, incauto, veemente, avventato, sconsiderati, inconsiderate, ...
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: disperato, senza speranza, speranza, disperata, disperati
Μεταφράσεις: disperato, senza speranza, speranza, disperata, disperati