Divieto στα ελληνικά
Μετάφραση: divieto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλεισμός, αρνησικυρία, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- divertire στα ελληνικά - αναπαριστώ, ψυχαγωγώ, φιλοξενώ, διασκεδάζω, αναδημιουργώ, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, ...
- dividere στα ελληνικά - μερίδιο, διαιρώ, ξεχωριστός, διχοτομία, διχάζω, αποκόβω, μοιράζω, ...
- divinità στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- divino στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
Τυχαίες λέξεις
Divieto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλεισμός, αρνησικυρία, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή
Μεταφράσεις: αποκλεισμός, αρνησικυρία, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή