Αρνησικυρία στα ιταλικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proibire, veto, divieto, vietare, di veto, diritto di veto, il veto
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρνησικυρία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα ιταλικά - adatto, adattamento, adatta, montaggio, raccordo
- αρνί στα ιταλικά - agnello, abbacchio, di agnello, dell'agnello, l'agnello, lamb
- αρνητικά στα ιταλικά - negativo, negativa, negative, negativi, negativamente
- αρουραίος στα ιταλικά - ratto, topo, rat, di ratto, ratti
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: proibire, veto, divieto, vietare, di veto, diritto di veto, il veto
Μεταφράσεις: proibire, veto, divieto, vietare, di veto, diritto di veto, il veto