Domestica στα ελληνικά

Μετάφραση: domestica, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπηρέτης, υπηρέτρια, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Domestica στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • domare στα ελληνικά - τιθασεύω, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει
  • domatore στα ελληνικά - εκπαιδευτής, προπονητής, θηριοδαμαστής, Tamer, Ο Tamer, πιό ήμερο, πιό ήμερη
  • domestico στα ελληνικά - υπηρέτης, οικιακός, σπίτι, υπηρέτρια, κατοικίδιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
  • domicilio στα ελληνικά - σπίτι, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, τόπος, κατοικίας, έδρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Domestica στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπηρέτης, υπηρέτρια, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός