Elastico στα ελληνικά
Μετάφραση: elastico, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκαμπτος, ευλύγιστος, ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Μεταφράσεις
- elargire στα ελληνικά - πολυτελής, επιδαψιλεύω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
- elasticità στα ελληνικά - εκτινάσσομαι, ελαστικότητα, ανάκαμψη, άνοιξη, αναπηδώ, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, ...
- elegante στα ελληνικά - λουσάτος, φίνος, ψιλή, αίθριος, εκλεπτυσμένος, πρόστιμο, κομψός, ...
- eleganza στα ελληνικά - κομψότητα, κομψότητας, την κομψότητα, φινέτσα, καλαισθησία
Τυχαίες λέξεις
Elastico στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκαμπτος, ευλύγιστος, ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Μεταφράσεις: εύκαμπτος, ευλύγιστος, ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών