Esordio στα ελληνικά
Μετάφραση: esordio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, πρώτος, ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- esonero στα ελληνικά - απαλλαγή, αθώωση, απαλλαγής, ατέλεια, απαλλαγής από την ευθύνη
- esordiente στα ελληνικά - ατζαμής, αρχάριος, νεοφερμένος, Νέος, νεοφερμένο, νεοεισερχόμενο, νέου εξαγωγέα
- esordire στα ελληνικά - ξεκίνημα, ανοιχτός, ξεκινώ, αρχίζω, αρχή, ανοίγω, εγκαινιάζω, ...
- esortare στα ελληνικά - παραινώ, νουθετώ, προτρέπω, παροτρύνω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
Τυχαίες λέξεις
Esordio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, πρώτος, ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, πρώτος, ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του