Falsificare στα ελληνικά

Μετάφραση: falsificare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστός, κάλπικος, πλαστογραφία, πλαστογράφηση, παραποιούν, την πλαστογράφηση, διαψεύσει, την παραποίηση
Falsificare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fallo στα ελληνικά - φτιάξιμο, βρόμικος, λάθος, απαίσιος, ανέντιμος, πάμε για αυτό, πηγαίνετε για το, ...
  • falsare στα ελληνικά - κίβδηλος, πλαστός, πλαστογραφία, κάλπικος, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, ...
  • falsificazione στα ελληνικά - πλαστογραφία, παραποίηση, παραποίησης, πλαστογράφηση, πλαστογράφησης, την πλαστογράφηση
  • falso στα ελληνικά - καμώματα, χλευαστικός, λάθος, αναληθής, ψεύτικος, πλαστός, εσφαλμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Falsificare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστός, κάλπικος, πλαστογραφία, πλαστογράφηση, παραποιούν, την πλαστογράφηση, διαψεύσει, την παραποίηση