Gancio στα ελληνικά
Μετάφραση: gancio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
Μεταφράσεις
- ganascia στα ελληνικά - θράσος, θρασύτητα, μάγουλο, σαγόνι, αναίδεια, γνάθου, σιαγόνα, ...
- gancetto στα ελληνικά - γάντζος, άγκιστρο, αγκιστρώνω, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
- gap στα ελληνικά - χάσμα, κενό, χάσματος, διάκενο, διαφορά
- gara στα ελληνικά - αντιπαράθεση, σπίρτο, ταιριάζω, αγώνας, συνταιριάζω, φυλή, αγώνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Gancio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
Μεταφράσεις: άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου