Imparentato στα ελληνικά

Μετάφραση: imparentato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναφής, συγγενικός, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Imparentato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • impallidire στα ελληνικά - χλωμός, ξανθός, χλωμό, ωχρό, απαλό
  • imparare στα ελληνικά - μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
  • impartire στα ελληνικά - δίνω, παρουσιάζω, δώρο, παρών, πληροφορώ, μεταβιβάζω, παραδίνω, ...
  • imparziale στα ελληνικά - αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Τυχαίες λέξεις
Imparentato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναφής, συγγενικός, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών