Impatto στα ελληνικά
Μετάφραση: impatto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδραση, κρούση, σύγκρουση, ορμή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Μεταφράσεις
- impassibile στα ελληνικά - απαθής, ατάραχος, απαθείς, απαθή, απαθές
- impastare στα ελληνικά - ανακατώνω, μαλάζω, αναμιγνύω, μίγμα, ανακατεύω, μαλάσσω, ζυμώνουμε, ...
- impaziente στα ελληνικά - ανυπόμονος, ανυπόμονοι, ανυπόμονους, ανυπόμονη, ανυπόμονο
- impazienza στα ελληνικά - ανυπομονησία, την ανυπομονησία, ανυπομονησίας, η ανυπομονησία, αδημονία
Τυχαίες λέξεις
Impatto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδραση, κρούση, σύγκρουση, ορμή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Μεταφράσεις: επίδραση, κρούση, σύγκρουση, ορμή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο