Impegnare στα ελληνικά

Μετάφραση: impegnare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, υπόσχομαι, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, εφεδρεία, εχέγγυο, παρακαταθήκη, δένω, εφεδρικός, παρακρατώ, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Impegnare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • impedimento στα ελληνικά - παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
  • impedire στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, εμποδίζω, αποτρέπω, παρακωλύω, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, ...
  • impegno στα ελληνικά - δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
  • impellente στα ελληνικά - επείγων, άμεσος, ωθούντα, ώθησης που, ωθήσεως, ωθήσεως η
Τυχαίες λέξεις
Impegnare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, υπόσχομαι, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, εφεδρεία, εχέγγυο, παρακαταθήκη, δένω, εφεδρικός, παρακρατώ, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται