Impotente στα ελληνικά
Μετάφραση: impotente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- impostore στα ελληνικά - δόλος, απάτη, αγύρτης, απατεώνα, απατεώνας, impostor, σωσία
- impostura στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, απάτη, εξαπάτηση, λαθροχειρίας, απατεώνας, απάτη του
- impotenza στα ελληνικά - ανικανότητα, ανικανότητας, την ανικανότητα, αδυναμία, της ανικανότητας
- impoverimento στα ελληνικά - εξαθλίωση, φτώχεια, υποβάθμιση, πτώχευση, εξαθλίωσης
Τυχαίες λέξεις
Impotente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι