Incanto στα ελληνικά
Μετάφραση: incanto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέλγω, θέαμα, ορθογραφώ, μαγεύω, συλλαβίζω, γοητεύω, ξόρκι, διάστημα, έλξη, γοητεία, μαγεία, enchantment, γοητείας, η γοητεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incantare στα ελληνικά - θέλγω, εντρυφώ, ηδονή, χαρά, σαγηνεύω, ευφροσύνη, μαγεύουν, ...
- incantevole στα ελληνικά - ευφρόσυνος, νόστιμος, σαγηνευτικός, τερπνός, ευχάριστος, μαγευτικός, μαγευτική, ...
- incapace στα ελληνικά - αναποτελεσματικός, ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος, ανίκανο, ανίκανοι, ανίκανη, ...
- incapacità στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
Τυχαίες λέξεις
Incanto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέλγω, θέαμα, ορθογραφώ, μαγεύω, συλλαβίζω, γοητεύω, ξόρκι, διάστημα, έλξη, γοητεία, μαγεία, enchantment, γοητείας, η γοητεία
Μεταφράσεις: θέλγω, θέαμα, ορθογραφώ, μαγεύω, συλλαβίζω, γοητεύω, ξόρκι, διάστημα, έλξη, γοητεία, μαγεία, enchantment, γοητείας, η γοητεία