Incapace στα ελληνικά
Μετάφραση: incapace, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναποτελεσματικός, ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος, ανίκανο, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανα
Μεταφράσεις
- incantevole στα ελληνικά - ευφρόσυνος, νόστιμος, σαγηνευτικός, τερπνός, ευχάριστος, μαγευτικός, μαγευτική, ...
- incanto στα ελληνικά - θέλγω, θέαμα, ορθογραφώ, μαγεύω, συλλαβίζω, γοητεύω, ξόρκι, ...
- incapacità στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
- incaricare στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
Τυχαίες λέξεις
Incapace στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναποτελεσματικός, ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος, ανίκανο, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανα
Μεταφράσεις: αναποτελεσματικός, ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος, ανίκανο, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανα