Incidente στα ελληνικά
Μετάφραση: incidente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θύμα, ατύχημα, επεισόδιο, περιστατικό, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Μεταφράσεις
- inciampo στα ελληνικά - στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, εμποδίων
- incidentale στα ελληνικά - τυχαίες, παρεπόμενες, παρεμπιπτόντως, παρεμπίπτοντα, παρεπόμενα
- incidenza στα ελληνικά - επίπτωση, συχνότητα, συχνότητα εμφάνισης, επίπτωσης, εμφάνιση
- incidere στα ελληνικά - καταγράφω, ρεκόρ, δίσκος, ηχογραφώ, χαράζω, χαράξουμε, χαράξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Incidente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θύμα, ατύχημα, επεισόδιο, περιστατικό, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Μεταφράσεις: θύμα, ατύχημα, επεισόδιο, περιστατικό, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων