Ingrandimento στα ελληνικά
Μετάφραση: ingrandimento, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, απολαβή, ενίσχυση, μεγέθυνσης, μεγεθύνσεως, μεγένθυση, τη μεγέθυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ingranaggio στα ελληνικά - ταχύτητα, προσαρμόζω, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης
- ingranare στα ελληνικά - ασκούν, εμπλέκονται, εμπλακούν, συμμετέχουν, συμμετάσχουν
- ingrandire στα ελληνικά - μεγαλοποιώ, αύξηση, αυξάνω, μεγεθύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, ...
- ingranditore στα ελληνικά - enlarger, μεγεθυντής, Μεγένθυσης
Τυχαίες λέξεις
Ingrandimento στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, απολαβή, ενίσχυση, μεγέθυνσης, μεγεθύνσεως, μεγένθυση, τη μεγέθυνση
Μεταφράσεις: διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, απολαβή, ενίσχυση, μεγέθυνσης, μεγεθύνσεως, μεγένθυση, τη μεγέθυνση