Invecchiare στα ελληνικά

Μετάφραση: invecchiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, ηλικία, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε
Invecchiare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invasione στα ελληνικά - εισβολή, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
  • invasore στα ελληνικά - εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
  • inventare στα ελληνικά - κατασκευάζω, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
  • inventario στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος
Τυχαίες λέξεις
Invecchiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε