Ispezionare στα ελληνικά
Μετάφραση: ispezionare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποπτεύω, επιθεωρώ, επιτηρώ, επιβλέπω, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Μεταφράσεις
- isotopo στα ελληνικά - ισότοπο, ισοτόπων, ισοτόπου, ισοτοπικές, ισοτόπων με
- ispettore στα ελληνικά - επόπτης, ελεγκτής, επιθεωρητής, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
- ispezione στα ελληνικά - ανασκοπώ, διεργασία, κριτική, ανασκόπηση, εξέταση, αναθεωρώ, επιθεώρηση, ...
- ispido στα ελληνικά - σκληρότριχος, bristly, αγκαθωτούς, τριχωτή
Τυχαίες λέξεις
Ispezionare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποπτεύω, επιθεωρώ, επιτηρώ, επιβλέπω, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Μεταφράσεις: εποπτεύω, επιθεωρώ, επιτηρώ, επιβλέπω, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε