Istituire στα ελληνικά
Μετάφραση: istituire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπίζω, επιβάλλω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- istintivo στα ελληνικά - ενστικτώδης, ενστικτώδη, ενστικτώδεις, ενστικτώδες, την ενστικτώδη
- istinto στα ελληνικά - ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
- istituto στα ελληνικά - επιβάλλω, θεσπίζω, ινστιτούτο, ίδρυμα, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος
- istituzione στα ελληνικά - θεσμός, ίδρυμα, όργανο, φορέα, ιδρύματος, οργάνου
Τυχαίες λέξεις
Istituire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπίζω, επιβάλλω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Μεταφράσεις: θεσπίζω, επιβάλλω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει