Macchiare στα ελληνικά
Μετάφραση: macchiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαυρώνω, λεκές, κηλίδα, λεκέ, λεκέδων, χρώση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ma στα ελληνικά - όμως, αλλά, αλλά η, αλλά και
- macchia στα ελληνικά - αμαυρώνω, εντοπίζω, μουτζουρώνω, κηλίδα, μέρος, σπυρί, μουτζούρα, ...
- macchina στα ελληνικά - μηχάνημα, μηχανή, μηχανής, μηχανήματος, πλυντήριο
- macchinista στα ελληνικά - μηχανικός, μηχανουργός, μηχανουργικών, machinist, στη μηχανουργική
Τυχαίες λέξεις
Macchiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαυρώνω, λεκές, κηλίδα, λεκέ, λεκέδων, χρώση
Μεταφράσεις: αμαυρώνω, λεκές, κηλίδα, λεκέ, λεκέδων, χρώση