Misurazione στα ελληνικά

Μετάφραση: misurazione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμέτρηση, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Misurazione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • misurare στα ελληνικά - μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
  • misurato στα ελληνικά - μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
  • mite στα ελληνικά - ήπιος, πράος, μαλακός, ήπια, ήπιο, ήπιες, ήπιας
  • mitico στα ελληνικά - μυθικός, μυθικό, μυθική, μυθικού, μυθικά
Τυχαίες λέξεις
Misurazione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση