Μέτρηση στα ιταλικά
Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
misurazione, misura, di misura, di misurazione, la misurazione
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτρηση
μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, μέτρηση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μέσος στα ιταλικά - modo, mezzo, media, medio, mediocrità, la media, media delle, ...
- μέτοχος στα ιταλικά - azionista, socio, azionisti, azionista di, dell'azionista
- μέτριος στα ιταλικά - medio, modo, passabile, moderato, moderare, parco, mezzo, ...
- μέτρο στα ιταλικά - contatore, battuta, misurare, misura, metro, provvedimento, valutare, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: misurazione, misura, di misura, di misurazione, la misurazione
Μεταφράσεις: misurazione, misura, di misura, di misurazione, la misurazione