Monopolio στα ελληνικά
Μετάφραση: monopolio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- monogamia στα ελληνικά - μονογαμία, η μονογαμία, μονογαμίας, τη μονογαμία, μονογαμική
- monopattino στα ελληνικά - βέσπα, σκούτερ, scooter, μηχανικό δίκυκλο, πατίνι, δίκυκλο
- monotonia στα ελληνικά - μονοτονία, μονοτονίας, η μονοτονία, την μονοτονία, τη μονοτονία
- monotono στα ελληνικά - μονότονος, μονότονη, μονότονο, μονότονα, μονότονες
Τυχαίες λέξεις
Monopolio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής