Μονοπώλιο στα ιταλικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclusiva, monopolio, di monopolio, il monopolio, monopolio di, monopolistico
Μονοπώλιο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας ιταλικά, μονοπώλιο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα ιταλικά - sentiero, viottolo, cammino, pista, binario, carreggiata, rotaia, ...
  • μονοπάτια στα ιταλικά - sentieri, percorsi, piste, itinerari, tracce
  • μοντέλο στα ιταλικά - campione, plasmare, indossatrice, modello, modellino, modellare, modella, ...
  • μοντέρνος στα ιταλικά - moderno, moderna, moderni, moderne
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: esclusiva, monopolio, di monopolio, il monopolio, monopolio di, monopolistico