Orlo στα ελληνικά
Μετάφραση: orlo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέλι, μεθόριος, περιφέρεια, χείλος, φράντζα, άκρη, παρυφές, περιθώριο, περιστόμιο, ούγια, στεφάνη, χείλι, κρόσσι, σύνορο, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- orizzonte στα ελληνικά - ορίζοντας, ορίζοντα, χρονικού ορίζοντα, χρονικό ορίζοντα
- orlare στα ελληνικά - ρέλι, ούγια, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
- orma στα ελληνικά - σκιά, ανιχνεύω, εμπριμέ, υπόλειμμα, ίχνος, ανακαλύπτω, πατημασιά, ...
- ormai στα ελληνικά - τώρα, ήδη, πλέον, μέχρι τώρα, πια
Τυχαίες λέξεις
Orlo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέλι, μεθόριος, περιφέρεια, χείλος, φράντζα, άκρη, παρυφές, περιθώριο, περιστόμιο, ούγια, στεφάνη, χείλι, κρόσσι, σύνορο, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Μεταφράσεις: ρέλι, μεθόριος, περιφέρεια, χείλος, φράντζα, άκρη, παρυφές, περιθώριο, περιστόμιο, ούγια, στεφάνη, χείλι, κρόσσι, σύνορο, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος