Parte στα ελληνικά
Μετάφραση: parte, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτημα, χαρακτήρας, φέτα, μοιράζομαι, αναλογία, παρέα, τμήμα, κλήρος, μερίδιο, χωρίζω, συστατικός, μοιράζω, ρόλος, συμβαλλόμενος, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- parsimonia στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
- parsimonioso στα ελληνικά - οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
- partecipante στα ελληνικά - συμμέτοχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
- partecipare στα ελληνικά - συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
Τυχαίες λέξεις
Parte στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτημα, χαρακτήρας, φέτα, μοιράζομαι, αναλογία, παρέα, τμήμα, κλήρος, μερίδιο, χωρίζω, συστατικός, μοιράζω, ρόλος, συμβαλλόμενος, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Μεταφράσεις: εξάρτημα, χαρακτήρας, φέτα, μοιράζομαι, αναλογία, παρέα, τμήμα, κλήρος, μερίδιο, χωρίζω, συστατικός, μοιράζω, ρόλος, συμβαλλόμενος, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει