Μοιράζομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
azione, parte, spartire, condividere, partecipazione, contributo, quota, quota di, quota nel, quota nella
Μοιράζομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι

μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, μοιράζομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μοίρα στα ιταλικά - fenditura, appezzamento, fato, compagnia, crepatura, destino, separare, ...
  • μοδίστρα στα ιταλικά - sarta, cucitrice, seamstress, sartina, della cucitrice
  • μοιράζω στα ιταλικά - distribuire, condividere, contributo, propagare, strappo, spargere, partecipazione, ...
  • μοιραίος στα ιταλικά - mortale, fatale, micidiale, letale, fatali, irreversibile, mortali
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: azione, parte, spartire, condividere, partecipazione, contributo, quota, quota di, quota nel, quota nella