Partecipazione στα ελληνικά

Μετάφραση: partecipazione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής
Partecipazione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • partecipante στα ελληνικά - συμμέτοχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
  • partecipare στα ελληνικά - συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
  • partenza στα ελληνικά - απόκλιση, αναχώρηση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
  • particella στα ελληνικά - μόριο, σωματίδιο, άτομο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Τυχαίες λέξεις
Partecipazione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής