Penna στα ελληνικά
Μετάφραση: penna, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοφίο, στυλό, φτερό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Μεταφράσεις
- penitenza στα ελληνικά - μετάνοια, μετάνοιας, μετανοίας, επιτίμιο, επιτίμια
- penitenziario στα ελληνικά - σωφρονιστήριο, αναμορφωτήριο, του σωφρονιστικού, σωφρονιστικών υπαλλήλων, σωφρονιστικού συστήματος
- pennacchio στα ελληνικά - οικόσημο, λοφίο, νέφους, θυσάνου, θύσανο, θύσανος
- pennello στα ελληνικά - σκούπα, πινέλο, βουρτσίζω, βούρτσα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Τυχαίες λέξεις
Penna στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοφίο, στυλό, φτερό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Μεταφράσεις: λοφίο, στυλό, φτερό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας