Στυλό στα ιταλικά
Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
penna, pen, la penna, della penna, penna di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυλό
στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας ιταλικά, στυλό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- στυγνός στα ιταλικά - insensibile, brutale, brutali, efferato
- στυλοβάτης στα ιταλικά - colonna, sostegno, appoggio, pilastro, puntello, perno, cardine, ...
- στυφός στα ιταλικά - acido, acre, acri, acrid, aspro, pungente
- στυφότητα στα ιταλικά - acerbità, acutezza, astringenza, l'astringenza, dell'astringenza, un'astringenza, astringente
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: penna, pen, la penna, della penna, penna di
Μεταφράσεις: penna, pen, la penna, della penna, penna di