Perito στα ελληνικά

Μετάφραση: perito, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος, προχωρημένος, εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Perito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • periodo στα ελληνικά - διάστημα, περίοδος, φάση, διάρκεια, περίοδο, περιόδου
  • perire στα ελληνικά - χάνομαι, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, απολεσθή
  • peritoneo στα ελληνικά - περιτόναιο, περιτοναίου, του περιτοναίου, περιτόναιου, περιτόναιον
  • perizia στα ελληνικά - πραγματογνωμοσύνη, τέχνη, επιδεξιότητα, ικανότητα, φιλοτεχνία, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, ...
Τυχαίες λέξεις
Perito στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος, προχωρημένος, εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων