Permettere στα ελληνικά
Μετάφραση: permettere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφήνω, ενοικιάζομαι, άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις
- permeare στα ελληνικά - διαπερνώ, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
- permesso στα ελληνικά - επιτρέπω, παρατάω, φεύγω, παραιτούμαι, άδεια, συγκατανεύω, την άδεια, ...
- permuta στα ελληνικά - ανταλλάσσω, συνάλλαγμα, λογομαχία, διαφωνία, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ...
- permutazione στα ελληνικά - μετάθεση, μετάθεσης, μεταλλαγή, αντιμετάθεσης, αντιμετάθεση
Τυχαίες λέξεις
Permettere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφήνω, ενοικιάζομαι, άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις: αφήνω, ενοικιάζομαι, άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει