Λέξη: πλαστικός

Σχετικές λέξεις: πλαστικός

πλαστικός φράχτης χώρου παιχνιδιού, πλαστικός χλοοτάπητας, πλαστικός χειρουργός μαρούσι, πλαστικός χειρουργός αθ.χριστόπουλος, πλαστικός χλοοτάπητας τιμες, πλαστικός χειρουργός σπύρος βλάχος, πλαστικός χειρούργος θεσσαλονίκη, πλαστικός φράχτης, πλαστικός σωλήνας, πλαστικός χειρουργός

Συνώνυμα: πλαστικός

εύπλαστος

Μεταφράσεις: πλαστικός

πλαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plastic, plastics, a plastic

πλαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
plástico, de plástico, plástica, plásticos, plástico de

πλαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plastik, plastisch, kunststoff, Kunststoff, Plastik

πλαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plastique, plastic, en plastique, matière plastique, plastiques, de plastique

πλαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
plastico, plastica, di plastica, in plastica, plastiche

πλαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
plástico, emplastro, plásticos, de plástico, plástica, plásticas

πλαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plastic, plastiek, plastisch, kunststof, plastische

πλαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
целлофан, послушный, пластик, пластичность, пластичный, лепной, гибкий, пластмасса, пластика, пластмассовый, пластический, пластиковые, пластиковый, пластиковая

πλαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plast, plastisk, av plast, plastikk

πλαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plast, av plast, plasten, plastisk

πλαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muovinen, muovi, sulava, muovia, muovista, muovi-

πλαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plastic, plast, plastik, plastisk, af plast

πλαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plast, výtvarný, plastický, tvárný, plastika, plastové, plastu, plastová

πλαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plastyk, plastikowy, plastyczny, plastik, plastykowy, tworzywa sztucznego, tworzyw sztucznych

πλαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
plasztikai, alakítható, formálható, képlékeny, műanyag, műanyagból, a műanyag, mûanyag

πλαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
plastik, plastik bir, naylon

πλαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штукатурка, пластик

πλαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plastik, plastike, plastike të

πλαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пластмаса, пластмасов, пластмасови, пластмасова, пластична

πλαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пластык

πλαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
plastiline, plast, plastist, plastic, plastikust, plasttoodete

πλαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savitljivost, plastične, vitkost, savitljiv, plastika, plastike, plastični, plastična, plastičnih

πλαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
plast, plasti, úr plasti

πλαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plastmasinis, plastmasė, plastiko, plastikinė, plastikinis

πλαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plastmasa, plastmasas, plastikāta, plastikas, plastiskā

πλαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пластика, пластични, пластичен, пластична, пластичните

πλαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plastic, de plastic, din plastic, material plastic, plastica

πλαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plastike, plastični, plastična, iz plastike, plastično

πλαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvárny, plast, igelit, plastikový, plastový, igelitový, plastický, plastická, plasticky

Στατιστικά δημοτικότητας: πλαστικός

Τυχαίες λέξεις